Κοιτάξτε αυτό !

Η λεπτοφυής στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας και εν γένει των Βασιλείων του Κόλπου στη Μέση Ανατολή

Διονύσης Παντής* Την εποχή του διπολισμού (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ) και της «μονοπολικής στιγμής» που διήλθε ο πλανήτης (μοναδική υπερδύναμη οι ΗΠΑ), ...

Η λεπτοφυής στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας και εν γένει των Βασιλείων του Κόλπου στη Μέση Ανατολή

Διονύσης Παντής* Την εποχή του διπολισμού (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ) και της «μονοπολικής στιγμής» που διήλθε ο πλανήτης (μοναδική υπερδύναμη οι ΗΠΑ), τα Βασίλεια του Κόλπου δεν μπορούσαν να εξισορροπήσουν ευθέως τη γεωπολιτική πίεση που τους ασκούσε το Παλαιστινιακό Ζήτημα, η στρατηγική περιφερειακής ηγεμονίας του Ισραήλ και η στρατιωτική παρουσία στην περιοχή των ΗΠΑ, κυρίως με προβολή ναυτικής και αεροπορικής ισχύος. Η οικονομική δύναμη από το πετροδολάριο δεν ήταν ικανή να κάμψει τη στρατηγική της Δύσης να διατηρεί τα Βασίλεια του Κόλπου και ιδίως τη Σαουδική Αραβία διαρκώς μία γενιά πίσω τεχνολογικά, σε σχέση με τα οπλικά συστήματα που παρείχε στο Ισραήλ. Παρά ταύτα, η υπαρκτή και καθοριστική «ανάμνηση» της κυριαρχίας της Αραβικής Αυτοκρατορίας του παρελθόντος, το πετροδολάριο και ο ισλαμικός συντηρητισμός (ουαχαμπιτισμός) συνέτειναν στην αραβική άρνηση των Βασιλείων του Κόλπου, με αδιαμφισβήτητη πρώτη τη Σαουδική Αραβία, του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, στρεφόμενα στην εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα, πολλές φορές με ακραία αυστηρότητα. Ταυτόχρονα, τα Βασίλεια του Κόλπου κατόρθωσαν να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν έναν περισσότερο ή λιγότερο «υπόγειο» προπαγανδιστικό υπόστρωμα/υποδομή, που κατέτρωγε το δυτικό αφήγημα, με υπέργεια τη φαινόμενη «υποταγή» στη Δύση. Η λεπτοφυής αυτή δράση πριόνιζε τις ηθικές βάσεις του δυτικού δικαιολογητικού αφηγήματος της δυτικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Παράλληλα, τα Βασίλεια του Κόλπου αρνούνται εν τοις πράγμασι την τελική λύση που επιδιώκουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, ζητώντας διαφοροποιήσεις στη στρατηγική της Νέας Μέσης Ανατολής των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ και αυτή της «εκκαθάρισης» των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, με τη «μεταφορά» τους «αλλού». Η λεπτοφυής και αθόρυβη αυτή στρατηγική έχει αποτελέσματα: εκθέτει τους «επιχειρούντες» να μεταμορφώσουν τη Μέση Ανατολή σε μακροχρόνια φθορά της ηθικής και θεσμικής νομιμοποίησης του σχεδίου τους «διαμόρφωσης» αυτής της «νέας Μέσης Ανατολής». Η άρνηση της «οριστικής λύσης» σε Γάζα – Μέση Ανατολή «οδηγεί» σε υιοθέτηση όλο και πιο ακραίων πολιτικών αποκρουστικής βίας που επιτείνει τον φαύλο κύκλο και ενεργοποιεί περαιτέρω την αποδομητική «αποκάλυψη». Ταυτόχρονα και μεθοδικά δε, προβάλλοντας απλώς έτσι, «ως έχει», τη ρεαλιστική εικόνα και «αντικειμενική» είδηση είτε με τα ίδια τους τα ΜΜΕ είτε με έμμεση επιρροή, κατορθώνουν τα Βασίλεια να «αποκαλύπτουν» τη μεροληψία και την «υποκρισία» της (συμμάχου και … προστάτιδος των Βασιλείων) Δύσης, χωρίς να εξαναγκάζονται σε ρητορικές εξάρσεις που θα τους στοίχιζαν στις σχέσεις τους με ΗΠΑ και ΕΕ. Η μετριοπάθεια στη ρητορική και η (στρατηγική;) υπομονή ανοίγουν τον δρόμο στην αποδοχή μίας στρατηγικής επενδύσεων τεραστίων κεφαλαίων στις ΗΠΑ και, δευτερευόντως, στην ΕΕ, αυξάνοντας την επιρροή των Βασιλείων στην αμερικανική πολιτική και στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικά είναι το ταξίδι του Σαουδάραβα Πρίγκιπα και του επιτελείου του, με την υψηλών προδιαγραφών δυτική τους παιδεία, τα εξαιρετικά αγγλικά και την πρώτης γραμμής πανεπιστημιακή εκπαίδευση και επενδυτικές εμπειρίες και γνώσεις. Προσφέρει τεράστια κεφάλαια που αγγίζουν το μυθικό ποσό του ενός τρισεκατομμυρίου στους ζωτικούς τομείς υψηλής τεχνολογίας, όπως Τεχνητή Νοημοσύνη, μαγνήτες, πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς κ.λπ. Οι αναγκαίες αυτές επενδύσεις και τα κεφάλαια για τη διατήρηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στην υψηλή τεχνολογία προωθούνται και πραγματοποιούνται χωρίς καμία παραχώρηση στον πολιτιστικό τομέα: παραδοσιακή ενδυμασία (τη σημασία και το στοίχημα της διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας εξέθεσε ο Σαουδάραβας Πρίγκιπας δηλώνοντας ότι πολλοί περίμεναν να τον δουν με … κοστούμι, αλλά αυτό δεν συνέβη), αυτοπεποίθηση από την ορθή ανάγνωση της σύγχρονης γεωπολιτικής πραγματικότητας, προσκόλληση στην ισλαμική παράδοση, ήθη και έθιμα, στις παραδοσιακές κοινωνικές και οικογενειακές δομές της Αραβικής Χερσονήσου και των αραβικών φυλών, την ξεκάθαρη συνείδηση της σημασίας των κεφαλαίων τους για τα επενδυτικά προγράμματα σε ΗΠΑ, ΕΕ, την άντληση, σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, τεχνολογίας και πολιτικής στήριξης για το Βασίλειο κ.ο.κ. Η πολιτική στήριξη είναι ξεκάθαρη και ευθεία από τον Πρόεδρο Τραμπ σε όλα τα δύσκολα θέματα που υπήρξαν κατά το πρόσφατο παρελθόν και αποτελούσαν ζωντανό κίνδυνο για το Βασίλειο. Όλα τα ανωτέρω συνδράμουν βεβαίως στην αύξηση της επιρροής των Βασιλείων του Κόλπου και ιδίως της Σαουδικής Αραβίας, υπό την ηγεσία του Πρίγκιπα Μπιν Σαλμάν αλ Σαούντ, στις ΗΠΑ και συνακόλουθα και στην πολιτική τους στη Μέση Ανατολή, σε μία λογική win–win. Άλλωστε η πολιτική στήριξη των ΗΠΑ μπορεί να αποβεί καθοριστική στα σημαντικά γεωοικονομικά και γεωστρατηγικά εγχειρήματα της Σαουδικής Αραβίας, που εν πολλοίς θα κρίνουν το οικονομικό και πολιτικό μέλλον του Βασιλείου. Είναι τέτοια τα μεγέθη των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Βασιλείου, υφιστάμενων και μελλοντικών, που, π.χ., μία ευμενής στάση των ΗΠΑ στην αποτίμηση της «αγοράς» της ARAMCO και στη διαπραγμάτευση/διάθεσή της σε επιθυμητή τιμή στις χρηματαγορές (χρηματιστήριο του Ριάντ) μπορεί να καλύψει ακόμη και το σύνολο του επενδυόμενου ποσού. Μόνο με αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της ARAMCO από τα περίπου 2 στα 3 τρις, με την ευνοϊκή στάση των διεθνών επενδυτικών οίκων απέναντί της, μπορεί να γεμίσει τα ταμεία του Βασιλείου με επιπλέον τεράστιες ποσότητες ρευστού. Η δυτική αλαζονεία και υπεροχή «τυφλώνει» τόσο, ώστε να μην γίνεται αντιληπτή η λεπτοφυής αυτή στρατηγική, ακόμη και σήμερα που, όπως προείπαμε, αλλάζουν αρνητικά για τη Δύση η κατανομή των παραγόντων της παγκόσμιας ισχύος και τα αραβικά μέσα ενημέρωσης και αραβικά δίκτυα επιρροής έχουν παγκόσμια απήχηση και συνδιαμορφώνουν τη διεθνή κοινή γνώμη. Τα Βασίλεια του Κόλπου, και ιδίως η Σαουδική Αραβία, ελέγχουν τον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης (Organisation of the Islamic Conference), που ίδρυσαν για την εξυπηρέτηση αυτής της λεπτοφυούς στρατηγικής. Επίσης, η Σαουδική Αραβία ελέγχει τα Ιερά προσκυνήματα του μουσουλμανικού κόσμου, Μεδίνα και Μέκκα, δίνοντάς της ένα αντικειμενικά τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα στον Ισλαμικό Κόσμο αλλά και στο περιφερειακό σύστημα που συναποτελούν στη Μέση Ανατολή, μαζί με Τουρκία, Ιράν και Ισραήλ. Σε οικονομικό επίπεδο τα Βασίλεια και ιδίως η Σαουδική Αραβία ελέγχουν τον ΟΠΕΚ. Μέσω του ΟΠΕΚ ασκούν καθοριστικό έλεγχο στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, πίεση μέσω της τιμής του πετρελαίου σε Ρωσία, Βενεζουέλα, Ιράν, μία πρακτική που εξυπηρετεί ταυτόχρονα τις δυτικές απαιτήσεις για φτηνή ενέργεια, αλλά και την αναγκαία σταθερότητα των τιμών σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο που θα επιτρέπει την ομαλή κερδοφορία και τις επενδύσεις και τον εκσυγχρονισμό στη βιομηχανία εξόρυξης – καθοριστικά ζητήματα για τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Οι στρατηγικές επενδύσεις – συμμετοχές σε εταιρίες τεχνολογίας αιχμής τους καθιστούν αναγκαίους γεωοικονομικούς παίκτες, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν την αναγκαία διαφοροποίηση των επενδύσεών τους, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση και η έκθεση της οικονομίας τους στις κρίσεις των τιμών ενέργειας. Τα Βασίλεια του Κόλπου είναι οι κάτοχοι, αλλά και οι … χρήστες (αναγκαίοι επενδυτές) των πολυπόθητων πετροδολαρίων! Με το πολιτικό leverage που αποκτούν τα Βασίλεια του Κόλπου με τις στρατηγικές αυτές κινήσεις, συντηρητικά εκ φύσεως, αλλά αξιόπιστα, μετρούν, υπολογίζουν, όταν χρειάζεται παίρνουν προσεκτικά αποστάσεις, συνάπτουν συνεργασίες με δυνάμεις που ήταν … απαγορευμένες λίγο καιρό πριν. Οι μεγάλοι πελάτες τους, άλλωστε, δεν βρίσκονται πλέον μόνο στη Δύση, αλλά και στην Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, με τους οποίους εμπορεύονται το πολυπόθητο πετρέλαιο απευθείας. Στο πλαίσιο του νέου παγκόσμιου συστήματος που προωθούν το ευρασιατικό μπλοκ, τα Βασίλεια του Κόλπου και ιδίως η Σαουδική Αραβία κατανοούν τη σημασία της Αραβικής Χερσονήσου και του αραβικού πετρελαίου για την Κίνα και τη νέα παγκόσμια οικονομία. Η σχετική σταθεροποίηση της περιοχής είναι ενδεχόμενο να αναβαθμίσει καθοριστικά τη γεωπολιτική σημασία της Αραβικής Χερσονήσου και της ηγέτιδας των Βασιλείων του Κόλπου, Σαουδικής Αραβίας, ως την περιοχή που, αναγκαστικά λόγω της γεωγραφίας, αποτελεί την αναγκαία διασύνδεση – διάδρομο που θα ενώνει την Ανατολική Ασία με την Αφρικανική ήπειρο, δίνοντας τεράστιες ευκαιρίες αναβάθμισης του γεωπολιτικού ρόλου της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και της ακτινοβολίας του Σαουδαραβικού Βασιλικού Οίκου στο Ισλάμ και στον Κόσμο. Έτσι δεν είναι πλέον το ίδιο πρόθυμα σε αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Δύσης στην περιοχή. Ταυτόχρονα, όμως, εξασφαλίζουν την αναγκαία πολιτική σχέση στήριξης από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ και η Δύση, μέσα σε όλη αυτή την κοσμογονία στη Μέση Ανατολή και στον κόσμο, είχαν ποντάρει σχεδόν όλες τις στρατηγικές τους δυνατότητες στην επιτυχία της ρωσικής κατατριβής και συνθηκολόγησης ή της διάλυσής της και στην αλλαγή της πολιτικής της ηγεσίας. Οι σχετικές αναφορές για το επιθυμητό της κατάτμησης της Ρωσίας σε πολλά μικρά κράτη της Ύπατης Εκπροσώπου για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, πρώην Πρωθυπουργού της Λετονίας, κας Κάλλας (Kaja Kallas), είναι χαρακτηριστική της στρατηγικής αντίληψης, όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και της προηγούμενης Διοίκησης των ΗΠΑ, με την οποία η ευρωπαϊκή ελίτ ήταν σε αρμονική στρατηγική σύμπλευση. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, ο οικονομικός και πολιτικός έλεγχος της Ρωσίας θα έδινε στη Δύση/ΗΠΑ το απόλυτο πλεονέκτημα έναντι του βασικού ανταγωνιστή τους, της Κίνας, χωρίς να διαταράξει την κερδοφορία των πολυεθνικών και των δισεκατομμυριούχων της εκεί. Πέραν του ότι, με την επιτυχία της βασικής αυτής στρατηγικής, θα έθετε υπό τον έλεγχο της Δύσης, κατά τον έναν ή άλλον τρόπο, τις ρωσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, θα τις αποστερούσε παράλληλα και από την Κίνα ως εναλλακτική τροφοδοσία για τη βιομηχανία της, περιορίζοντας την ανεξαρτησία της και –γιατί όχι– εξαναγκάζοντάς την σε αποδοχή της «διεθνούς, βασισμένης στο νόμο, τάξης» της Liberal International Order (LIO) ή όπως αλλιώς ονομάζεται Rules-Based International Order (RBIO), που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της κοινής στρατηγικής Ευρώπης και προ–Τραμπ ΗΠΑ, δηλαδή της Δύσης. Κατόπιν, όλα τα υπόλοιπα θέματα θα διευθετούνταν «κατάλληλα». Σε αυτή την περίπτωση επιτυχίας του ανωτέρω σχεδίου, το περιθώριο ελιγμών της Σαουδικής Αραβίας και των Βασιλείων του Κόλπου θα ήταν πάλι εξαιρετικά αχνό. Μάλλον ακόμη περισσότερο αχνό: ανύπαρκτο. Σε έναν πολυπολικό κόσμο όμως, ενισχύεται η γεωπολιτική και γεωοικονομική τους σημασία και ανεξαρτησία ως βασικό στοιχείο ενός εν δυνάμει ενδιάμεσου γεωπολιτικού πόλου, με ταυτοτικά θρησκευτικά (Ισλάμ) και εθνικά (Αραβισμός) χαρακτηριστικά. Με τα μέτωπα ανοιχτά σε Ουκρανία και Γάζα, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επικεντρώσουν όσο ο Πρόεδρος Τραμπ και το επιτελείο του θέλουν στην αποτροπή του βασικού τους ανταγωνιστή, της κατανοητά αναθεωρητικής Κίνας. Η εμπλοκή τους σε αυτό τον βαθμό, όπως με την κρίση στη Γάζα και τη διελκυστίνδα Ισραήλ – Ιράν στη Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία, αποτελεί πλέον τροχοπέδη για τις ΗΠΑ και την παγκόσμια πολιτική τους. Ταυτόχρονα, είναι πλέον άκαιρη. Η εποχή που μία ακόμη πιο αποφασιστική στάση των ΗΠΑ έναντι του Ιράν θα είχε αποτέλεσμα –εφόσον επιτυχής– τη διάχυση του μηνύματος της μονοπολικής ηγεμονίας στο παγκόσμιο μεταδιπολικό σύστημα έχει μάλλον παρέλθει. Οι πιέσεις στις διάσπαρτες στρατιωτικές δυνάμεις που διαθέτουν οι ΗΠΑ στην περιοχή και η αδυναμία επιχείρησης του αμερικανικού ναυτικού αποτελεσματικά στον Περσικό Κόλπο (ή πλησίον του, στα ιρανικά παράλια στον Ινδικό Ωκεανό), λόγω των πολλών κινδύνων από τη διάχυση κυρίως της πυραυλικής τεχνολογίας, περιορίζουν τις αμερικανικές δυνατότητες και αυξάνουν την εξάρτησή τους από το Ισραήλ και τα Βασίλεια του Κόλπου για άσκηση πολιτικής στην περιοχή. Ταυτόχρονα, με κλιμάκωση της καθήλωσής τους σε Ουκρανία και Γάζα, θα μπορούσαν να δώσουν την ευκαιρία στην Κίνα να «κινηθεί», είτε στο θέατρο της Νότιας Σινικής Θάλασσας είτε εναντίον της Ταϊβάν. Στην περίπτωση αυτή, οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν εμπλεκόμενες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε τρία ταυτόχρονα θέατρα υψηλής γεωπολιτικής έντασης (αν όχι πολεμικά), όλα «φωτιά»: 1. στην Ουκρανία, 2. στη Μέση Ανατολή και 3. στον (ΒΔ) Ειρηνικό/ΝΑ Ασία, κινδυνεύοντας από τον μεγάλο καταστροφέα των Αυτοκρατοριών, την υπερεξάπλωση. Από την άλλη πλευρά, ο εμφανής κίνδυνος για Ισραήλ και Ουκρανία ότι οι ΗΠΑ ίσως αναγκαστούν να επιλέξουν να δώσουν πρόσθετο βάρος στην ανάσχεση της Κίνας στον Ειρηνικό και όχι στη στήριξή τους, τους οδηγεί σε στρατηγική κλιμάκωσης για οριστικό εγκλωβισμό των ΗΠΑ στη στοχοθεσία τους. Η κρίση στη Μέση Ανατολή θα εξακολουθήσει, αυξάνοντας τον βαθμό διακινδύνευσης ακόμη και των πλέον στοιχειωδών δεδομένων των κρατών της περιοχής. Η αλαζονεία που δημιουργεί η ανεξέλεγκτη δράση κατά το παρελθόν, πριν την εμφάνιση των νέων περιφερειακών και παγκόσμιων δεδομένων, ίσως οδηγήσει σε ασύνετες ενέργειες κλιμάκωσης, που δεν λαμβάνουν υπόψη τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Στην περίπτωση αυτή οι κίνδυνοι είναι όντως μεγάλοι για όλα τα κράτη της περιοχής, αλλά και οι ευκαιρίες, και θα χρειαστεί, από τη μεριά της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων Βασιλείων του Κόλπου, κάθε ίχνος επιρροής από αυτή που μεθοδικά χτίζουν… *Διονύσης Παντής, Δικηγόρος, γεωπολιτικός αναλυτής © IBNA 2025

The Subtle Strategy of Saudi Arabia — and, More Broadly, the Gulf Kingdoms — in the Middle East

ionysis Pantis* During the era of bipolarity (USA–USSR) and the subsequent “unipolar moment” experienced by the planet — when the United States stood as the sole superpower — the Gulf Kingdoms were unable to directly counterbalance the geopolitical pressure exerted on them by the Palestinian Question, Israel’s strategy of regional hegemony, and the U.S. military presence in the area, exercised primarily through naval and air power projection.
The economic power generated by petrodollars was not sufficient to counter the Western strategy of keeping the Gulf Kingdoms — and Saudi Arabia in particular — consistently one technological generation behind the weapons systems supplied to Israel. Nevertheless, the enduring and decisive “memory” of the former Arab Empire’s dominance, the power of petrodollars, and Islamic conservatism (Wahhabism) contributed to the Arab refusal — led unequivocally by Saudi Arabia — to accept Western cultural imperialism, turning instead toward their national and religious identity, often with extreme strictness. At the same time, the Gulf Kingdoms managed to create and sustain a more or less “underground” propaganda substrate/infrastructure that eroded the Western narrative, while their visible posture was one of apparent “submission” to the West. This subtle activity gradually undermined the moral foundations of the West’s justificatory narrative for its imperial policies. At the same time, the Gulf Kingdoms effectively reject the end-state sought by the United States and Israel in the Middle East, calling for revisions to the neoconservative “New Middle East” strategy in the U.S., as well as to the approach of “cleansing” the Palestinians from Gaza and the West Bank through their “transfer” elsewhere. This subtle and quiet strategy is producing results: it exposes those attempting to reshape the Middle East to a long-term erosion of the moral and institutional legitimacy of their “new Middle East” project. The refusal to accept a “final solution” in Gaza and the wider region leads them to adopt increasingly extreme policies of repulsive violence, which deepen the vicious cycle and further activate the process of destabilising “revelation.” At the same time — and methodically — by simply projecting the realistic image and “objective” news as they are, either through their own media or via indirect influence, the Gulf Kingdoms manage to “reveal” the bias and “hypocrisy” of the West (their ally and… protector), without being forced into rhetorical outbursts that would cost them in their relations with the United States and the EU. Moderation in rhetoric and (strategic?) patience pave the way for accepting a strategy of massive capital investments in the United States and, secondarily, in the European Union, thereby increasing the influence of the Gulf Kingdoms on American policy and in Europe. Characteristic is the journey of the Saudi Crown Prince and his delegation — a team with high-level Western education, excellent English, top-tier university training, and advanced investment experience and expertise. He offers enormous capital, reaching the almost mythical figure of one trillion dollars, directed toward vital high-technology sectors such as Artificial Intelligence, superconducting magnets, nuclear energy for peaceful purposes, and more. These necessary investments and funds, essential for maintaining the U.S. lead in high technology, are advanced and carried out without any concessions in the cultural domain: traditional attire (the Crown Prince emphasised the importance and the wager of preserving cultural identity by noting that many expected to see him in a Western suit — but that never happened), confidence stemming from a clear reading of the contemporary geopolitical landscape, adherence to Islamic tradition, customs and social norms, the traditional social and family structures of the Arabian Peninsula and the Arab tribes, and a firm awareness of the significance of their capital for investment programmes in the US and the EU — all while extracting, in a spirit of cooperation and mutual trust, technology and political support for the Kingdom. Political support from President Trump is clear and unequivocal on all the difficult issues that arose in the recent past and posed a real and immediate danger to the Kingdom. All of the above naturally contributes to the growing influence of the Gulf Kingdoms — and particularly Saudi Arabia under the leadership of Crown Prince Mohammed bin Salman Al Saud — in the United States and, consequently, in U.S. policy toward the Middle East, in a win–win framework. After all, political support from the United States can prove decisive for Saudi Arabia’s major geo-economic and geo-strategic ventures, which will largely determine the Kingdom’s economic and political future. Such is the scale of the Kingdom’s resource wealth, both current and future, that, for example, a favourable U.S. stance on the valuation of the ARAMCO “offering” and on its negotiation/listing at the desired price on the capital markets (the Riyadh stock exchange) could potentially cover the entirety of the invested capital. Merely by increasing ARAMCO’s market value from roughly USD 2 trillion to USD 3 trillion — with the favourable disposition of international investment houses — the Kingdom’s coffers could be filled with an additional vast volume of liquidity. Western arrogance and sense of superiority has become so blinding that this subtle strategy goes unnoticed — even today, when, as noted earlier, the distribution of global power factors is shifting to the detriment of the West, and Arab media outlets and influence networks enjoy worldwide reach, actively shaping international public opinion. The Gulf Kingdoms — and Saudi Arabia in particular — exercise control over the Organisation of the Islamic Conference, which they founded to serve precisely this subtle strategic purpose. Saudi Arabia also controls the holy sites of the Muslim world, Medina and Mecca, giving it an objectively immense comparative advantage within the Islamic world as well as within the broader regional system of the Middle East, alongside Turkey, Iran and Israel. At the economic level, the Gulf Kingdoms — again with Saudi Arabia at the forefront — control OPEC. Through OPEC, they exert decisive influence over international oil prices, applying pressure via pricing on Russia, Venezuela and Iran — a practice that simultaneously serves Western demands for affordable energy and the necessary stability of prices at a satisfactory level that ensures steady profitability, investment and modernization in the extraction industry, all of which are crucial issues for oil-producing states. Strategic investments — including stakes in cutting-edge technology companies — make them indispensable geo-economic actors, while simultaneously ensuring the necessary diversification of their portfolios so as to reduce the dependence and exposure of their economies to energy-price crises. The Gulf Kingdoms are both the holders and the users — indeed, the essential investors — of the coveted petrodollars. With the political leverage the Gulf Kingdoms gain through these strategic moves, they act in a characteristically conservative yet reliable manner: they measure, calculate, take carefully managed distance when necessary, and forge partnerships with powers that, until recently, were considered all but “forbidden.” Their major clients, moreover, are no longer found only in the West, but increasingly in East Asia and the Pacific, with whom they trade the coveted oil directly. Within the framework of the new global system promoted by the Eurasian bloc, the Gulf Kingdoms — and Saudi Arabia in particular — understand the importance of the Arabian Peninsula and Arab oil for China and the emerging global economy. A relative stabilisation of the region is likely to significantly upgrade the geopolitical importance of the Arabian Peninsula and of Saudi Arabia, the leading state among the Gulf Kingdoms, as the area that — by necessity of geography — constitutes the essential link and corridor connecting East Asia with the African continent. This offers enormous opportunities for enhancing Saudi Arabia’s geopolitical role, as well as the global standing and radiance of the Saudi Royal House within the Islamic world and beyond. Thus, they are no longer as willing to tolerate Western destabilising actions in the region. At the same time, however, they secure the necessary political support relationship with the United States. Amid this tectonic shift in the Middle East and the wider international system, the United States and the West had placed almost all their strategic expectations on the success of Russia’s attrition, capitulation, or even dissolution, along with a change in its political leadership. The remarks by the EU High Representative for Foreign Affairs and Security Policy — former Latvian Prime Minister Kaja Kallas — regarding the desirability of partitioning Russia into numerous smaller states are indicative of this strategic mindset, not only within Europe but also within the previous U.S. Administration, with which the European elite was in full strategic alignment. Within this framework, economic and political control over Russia would have granted the West/the United States an absolute advantage over their primary competitor, China, without disrupting the profitability of Western multinationals and the billionaires operating there. Beyond the fact that the success of this core strategy would place Russia’s natural resources under Western control — in one form or another — it would simultaneously deprive China of an alternative supply source for its industrial base, limiting its autonomy and, potentially, forcing it to accept the “international, law-based order” of the Liberal International Order (LIO), or what is otherwise termed the Rules-Based International Order (RBIO), which constituted the backbone of the shared strategy of Europe and the pre-Trump United States — in other words, of the West. Thereafter, all remaining issues would be “appropriately” settled. Had the above plan succeeded, the room for manoeuvre available to Saudi Arabia and the Gulf Kingdoms would once again have been extremely narrow — indeed, even narrower: virtually non-existent. In a multipolar world, however, their geopolitical and geo-economic importance and autonomy are strengthened, positioning them as a potential intermediary geopolitical pole with distinct religious (Islam) and national (Arabism) identity characteristics. With the fronts open in Ukraine and Gaza, the United States cannot focus as much as President Trump and his team would like on deterring their principal competitor: a predictably revisionist China. Their involvement at this level — as in the Gaza crisis and the Israel–Iran tug-of-war in the Middle East/West Asia — has become an obstacle to U.S. global strategy. It is also now untimely. The era in which a more decisive U.S. posture toward Iran could — if successful — send a clear message of unipolar dominance in the post-bipolar international system has probably passed. The strain on the dispersed U.S. military forces in the region, combined with the Navy’s reduced ability to operate effectively in the Persian Gulf (or nearby, off the Iranian coastline in the Indian Ocean) due to widespread proliferation of missile technology, limits American capabilities and increases their dependence on Israel and the Gulf Kingdoms for exercising influence in the region. At the same time, a further escalation of U.S. entanglement in Ukraine and Gaza could offer China an opportunity to “move” — either in the South China Sea theatre or against Taiwan. In such a scenario, the United States would find itself simultaneously involved, one way or another, in three theatres of high geopolitical tension (if not outright conflict), all “on fire”: 1. Ukraine, 2. the Middle East, and 3. the (Northwest) Pacific/Southeast Asia. This would expose Washington to the great destroyer of empires: overextension. On the other hand, the clear risk for Israel and Ukraine — that the United States may eventually be forced to prioritise countering China in the Pacific rather than sustaining its support for them — is pushing both countries toward a strategy of escalation aimed at definitively locking the United States into their strategic objectives. The crisis in the Middle East will persist, increasing the level of risk even for the most basic fundamentals of the states in the region. The arrogance born of past unchecked action — before the emergence of the new regional and global realities — may lead to imprudent escalatory moves that fail to take these new geopolitical conditions into account. In such a case, the risks will indeed be great for all states in the region — but so will the opportunities — and Saudi Arabia and the other Gulf Kingdoms will need to employ every ounce of the influence they have been methodically building. *Dionysis Pantis, Lawyer, geopolitical analyst © IBNA 2025

Τουρκολιβυκό μνημόνιο και εκμετάλλευση φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο και την ελληνική ΑΟΖ

Τουρκολιβυκό μνημόνιο και εκμετάλλευση φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο και την ελληνική ΑΟΖ Ο Διονύσης Παντής αρθρογραφεί για το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την εκμετάλλευση φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο και την ελληνική ΑΟΖ ΑΡΘΡΑ 17.06.21 | 13:05 kede.gr Ο τουρκικός αναθεωρητισμός σε Αιγαίο, Κύπρο και Ανατολική Μεσόγειο έχει μακρά ιστορία, στο μεγαλύτερο του μέρος γνωστή στη διεθνή κοινότητα. Σε αυτή τη συγκυρία παρουσιάζεται σε μια από τις πιο επιθετικές του στιγμές, με διευρυμένες απαιτήσεις – που παρουσιάζονται ως «διεκδικήσεις», σε όλο σχεδόν το φάσμα των ζωτικών ελληνικών εθνικών συμφερόντων και θέτοντας ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας, καθιστώντας την Τουρκία επικίνδυνο αναθεωρητικό κράτος (revisionist state) για την ελληνική εθνική ασφάλεια αλλά και την παγκόσμια τάξη, καθώς έχει παγκόσμιας εμβέλειας αναθεωρητικές φιλοδοξίες. Αιχμή του δόρατος του σύγχρονου τουρκικού αναθεωρητισμού αποτελεί το θεώρημα της Γαλάζιας Πατρίδας (MAVI VATAN) που περιλαμβάνει όλες τις θαλάσσιες διεκδικήσεις της ισλαμικής νεο-οθωμανικής Τουρκίας σε Αιγαίο και Μεσόγειο.
Ακραία, επιχειρούμενη πρακτικά πλέον, εφαρμογή του θεωρήματος η συνομολόγηση του τουρκολιβυκού μνημονίου Η ψευτοοριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης (!) δεν είναι αντίθετη μόνο στις ρυθμίσεις του δικαίου της θάλασσας (γραπτό - εθιμικό δίκαιο και νομολογία διεθνών δικαστηρίων), αλλά και σε αντικειμενικούς γεωγραφικούς περιορισμούς (αρκεί οποιοσδήποτε ειδήμονας ή όχι να δει τον χάρτη). Τουρκολιβυκό μνημόνιο Είναι ενδεικτικό ότι από πλευράς Λιβύης το μνημόνιο υπογράφηκε στις 27.11.2019 από τον πρόεδρο της κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας, Σαράτζ, διορισμένο πρόεδρο απευθείας από τον ΟΗΕ με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας με αριθμό 2219/2015. Ο σχετικός διορισμός προέβλεπε θητεία για χρονικό διάστημα δύο ετών (1+1, που δεν ανανεώθηκε με νέα απόφαση του ΣΑ), καθώς ο πρόεδρος Σαράτζ απέτυχε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τη Συμφωνία του Μαρόκου και ιδίως την απομάκρυνση παραστρατιωτικών σωμάτων τρίτων χωρών από τη χώρα. Ο πρόεδρος Σαράτζ, επίσης, λειτουργούσε χωρίς τη συγκατάθεση, αντίθετα με εχθρική στην κυβέρνηση τη λιβυκή Βουλή. Χαρακτηριστική, μεταξύ άλλων, η δήλωση του τότε προέδρου του λιβυκού Κοινοβουλίου, Αγκίλα Σάλεχ «Η κυβέρνηση του Σάρατζ δεν είναι εξουσιοδοτημένη να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες», στην αγγλόφωνη αιγυπτιακή εφημερίδα «Egypt Today», καθώς «κάθε συμφωνία που έχει υπογραφεί από οποιαδήποτε χώρα πρέπει να κυρωθεί από τη νομοθετική αρχή προκειμένου να τεθεί σε ισχύ», όπως πρόσθεσε. Όμως η «παράλογη» αυτή «διμερής» διεθνής σύμβαση, ανεξάρτητα της τυπικής και ουσιαστικής νομιμότητας που έχει ή στερείται, αποτελεί για την Ελλάδα στρατηγική αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της, διότι, μεταξύ άλλων: Αποτελεί έκφραση υφιστάμενου πραγματικού σχεδιασμού κρατικής πολιτικής του νέου τουρκοϊσλαμικού καθεστώτος να «αναθεωρήσει» περιορίζοντας ή/και με το να καταστήσει άνευ αντικειμένου τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε ξηρά - αέρα - θάλασσα. Υποστηρίζεται στο «πεδίο» (εκτός από το «τραπέζι») από την ωμή στρατιωτική ισχύ και τις μεθοδικά σωρευμένες αυτόνομες τουρκικές δυνατότητες, τις οποίες και υπερβάλλοντάς τες διαφημίζει, επιστημονικής έρευνας και γεωτρήσεων στην «αμφισβητούμενη» υφαλοκρηπίδα με ίδια μέσα (σήμερα), τις οποίες και υπερβάλλοντάς τες τις διαφημίζει ανάλογα. Ενισχύεται από την ευρύτερη τάση περιφερειακού και παγκόσμιου αναθεωρητισμού. Εκμεταλλεύεται την ψυχραιμία και υπευθυνότητα της ελληνικής πλευράς, η οποία στο εσωτερικό της χώρας γεννά μεγάλη αμφισβήτηση για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, με κατηγορίες για έλλειψη αξιόπιστης κρατικής διακομματικής συναίνεσης εθνικής στρατηγικής. Στοχεύει να ματαιώσει την ελληνική πολιτική στην Αν. Μεσόγειο, όπως αυτή είχε εξελιχθεί κατά το πρόσφατο παρελθόν. Η πολιτική αυτή ταυτόχρονα: 1. Προστάτευε και ενίσχυε τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία, αφού οριοθέτησε τις θαλάσσιες αποκλειστικές οικονομικές ζώνες της, επιχειρεί κατά λογικό επόμενο στάδιο να τις αξιοποιήσει και εμπορικά, παρέχοντας άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης σε διεθνείς εταιρείες διαμερισματοποιημένων θαλασσίων τεμαχίων της ΑΟΖ της. 2. Δημιουργούσε βήμα βήμα τις απαραίτητες συμμαχίες, με κλειδιά τη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ και τις τριμερείς συνεννοήσεις Ελλάδας και Κύπρου με περιφερειακές δυνάμεις (Ισραήλ, Λίβανο και Αίγυπτο), στο πλαίσιο και του σχεδιασμού του EASTMED, τις συνεργασίες με ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ και Αίγυπτο για τη δημιουργία πολυμερούς πλαισίου ασφάλειας και συνεργασίας εκμετάλλευσης των πόρων της Ανατολικής Μεσογείου (με δυνατότητες συμμετοχής και της Τουρκίας υπό τον αυτονόητο όρο του σεβασμού των νομίμων δικαιωμάτων των υπόλοιπων περιφερειακών κρατών με δικαιώματα ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο επ' ωφελεία των λαών των δικαιούχων χωρών και της ασφάλειας στην περιοχή). Το τουρκολιβυκό μνημόνιο, μαζί με την υποστήριξη στο έδαφος της Λιβύης από την Τουρκία με στρατιωτικά και παραστρατιωτικά μέσα, μεταφέρει εν τοις πράγμασι τουρκικό μήνυμα ότι αποτελεί «ηγεμονική» δύναμη που πρέπει να έχει πρωτεύοντα ρόλο στην επιχειρούμενη αξιοποίηση των πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Μήνυμα που επιχειρεί να στηρίξει στην πολιτική της δύναμης της ισχύος, εκμεταλλευόμενη το κενό ισχύος που παρατηρείται στη συγκυρία και που φαίνεται ότι αφήνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις με παρουσία στη Μεσόγειο, και ιδίως οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Προέδρου Τραμπ. Η Τουρκία αισθάνεται και φιλοδοξεί να «καλύψει» τη μείωση της δυτικής επιρροής, όπως τη θεωρεί, αλλά και να τη διευρύνει ενεργητικά. Στο πλαίσιο αυτό το τουρκολιβυκό μνημόνιο στοχεύει να παρέχει στην τουρκική στρατηγική «νομιμοποιητική» βάση στις αρπακτικές (predator) διεκδικήσεις της, καθώς πιστεύει ότι είναι ικανή να τις επιβάλει, ιδίως εν όψει της σχετικής υποχώρησης του δυτικού παράγοντα από τη Μεσόγειο, όπως θεωρεί και επιθυμεί. Δημιουργεί, δηλαδή, την επίφαση της νομιμότητας για την προβολή των απαιτήσεών της που στηρίζονται στην (φαινόμενη ή φανταστική ή πραγματική) ισχύ της. Η ελληνική κυβέρνηση υποτίμησε την πασίδηλη σημασία του τουρκολιβυκού μνημονίου Είχε δε ήδη δείξει πρωτοφανή αφέλεια στον προληπτικό χειρισμό της εύκολα διαγνώσιμης τουρκικής στρατηγικής.
Δένδιας Τουρκία Λιβύη Πηγή: EUROKINISSI Ο Έλληνας ΥΠΕΞ είχε ζητήσει και είχε λάβει, όπως είπε, προφορικές διαβεβαιώσεις από τη λιβυκή πλευρά ότι δεν θα προέβαιναν στη συνομολόγηση μιας τέτοιας συμφωνίας. Κατόπιν παρουσιάστηκε ως εξαπατημένος και αιφνιδιαζόμενος, ως μη όφειλε, από την εύκολα προβλέψιμη ενέργεια. Τα ταξίδια Σαράτζ στην Τουρκία και τανάπαλιν, οι υπαρξιακού χαρακτήρα ανάγκες στήριξης της ομάδας Σαράτζ - GNA από οποιονδήποτε πρόθυμο, η τουρκική καταγωγή Σαράτζ, οι δηλωτικές παράνομες στρατιωτικές ενισχύσεις και η συνακόλουθη αύξηση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στη Λιβύη υποτιμήθηκαν. Αλλά, και μετά τη συνομολόγηση, δεν ανεγνώσθη ορθά η στρατηγικού χαρακτήρα πρόκληση. Υποτιμήθηκε ως απέλπιδα προσπάθεια της Τουρκίας να επωφεληθεί από ένα αδύναμο καθεστώς στη Λιβύη που παρέπαιε. Δεν μελετήθηκε ούτε αναλύθηκε σωστά το παράδειγμα της Συρίας. Υποτιμήθηκαν οι τουρκικές δυνατότητες να υποστηρίξει αποτελεσματικά τον προστατευόμενό της. Έτσι, η Ελλάδα δεν πέρασε επαρκώς το μήνυμα ότι είναι αποφασισμένη να αποτρέψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Έδειξε απροετοίμαστη ή/και φοβική στις γερμανικές και ιταλικές αντιδράσεις και δεν επιχείρησε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας είναι μέλος, το πάγωμα των οικονομικών ενισχύσεων της Ε.Ε. προς τη Λιβύη, δεν αντέδρασε στον προκλητικό αποκλεισμό της χώρας από τη διάσκεψη του Βερολίνου. Δεν έλαβε έγκαιρες πρωτοβουλίες να ενεργοποιήσει τα συγκλίνοντα συμφέροντα Αιγύπτου και Γαλλίας σε μια αξιόπιστη στρατηγική ανάσχεσης της Τουρκίας στη Λιβύη, περιμένοντας εσφαλμένα να λειτουργήσουν από μόνα τους τα πράγματα υπέρ της Ελλάδας. Η Ελλάδα παρατηρούσε τους Τούρκους στη Λιβύη, τη μεταφορά πολλών χιλιάδων εμπειροπόλεμων εγκληματικών ισλαμιστικών στοιχείων από τη Συρία, στρατιωτικού υλικού και προσωπικού που μεταφέρονταν με όλους τους τρόπους. Η Τουρκία, ενώ σταθεροποιούσε την κυβέρνηση του προέδρου Σαράτζ, παρουσιάζεται να «διεκδικεί» ΑΟΖ έξι μίλια από την Κρήτη. Προσπαθεί περαιτέρω να παρουσιαστεί ως παράγοντας «προστασίας» αμερικανικών, γερμανικών, ιταλικών και ισπανικών γεωπολιτικών και εμπορικών συμφερόντων στη Λιβύη, αλλάζοντας την ποιότητα των σχέσεών της με τις χώρες αυτές. Παρ' όλα τα ανωτέρω, η συνομολόγηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας, η οποία κατέστη δυνατή με σημαντικές ελληνικές «παραχωρήσεις» προς την αιγυπτιακή κυβέρνηση (μεταξύ των οποίων μικρή αλλά επώδυνη μείωση της επήρειας της Κρήτης στην τελική οριοθέτηση), αποκαθιστά τη λογική της γεωγραφίας: δηλαδή τη σχεδόν αυτονόητη έλλειψη, σε κάθε περίπτωση, γειτνίασης των ΑΟΖ Τουρκίας και Λιβύης. Ταυτόχρονα αποκαθιστά και τα όποια ζητήματα τυπικής νομιμότητας και αμφισβήτησης στόχευε το τουρκολιβυκό μνημόνιο να δημιουργήσει σχετικά με την εν δυνάμει εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου εντός της Ελληνικής Αποκλειστικής Ζώνης. Οι όποιες τουρκικές προκλήσεις στην «οριοθετημένη» από το τουρκολιβυκό μνημόνιο Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη δεν μπορεί να δημιουργήσουν δικαιώματα έρευνας και πολύ περισσότερο εξόρυξης εντός της νόμιμης Ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης όπως το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει. Αναγκάζει δε εν τοις πράγμασι τη Λιβύη σε διαπραγμάτευση είτε απευθείας με την Ελλάδα οριοθέτησης των ακραίων ορίων των ΑΟΖ τους ή αλλιώς στο πλαίσιο του συστήματος διεθνούς δικαιοσύνης μετά συνομολόγηση κοινού συνυποσχετικού επίλυσης της διαφοράς. Αντίθετα, η Ελλάδα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 156 του Ν. 4001/2011, που αναφέρει ότι «ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ' ης κηρυχθεί), είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης», έχει ορίσει θαλάσσια οικόπεδα στο Ιόνιο και το Λιβυκό πέλαγος τα οποία δημοπρατήθηκαν και οι σχετικές εταιρείες οι οποίες πλειοδότησαν απέκτησαν ήδη τα σχετικά δικαιώματα σε επιτυχημένους διεθνείς διαγωνισμούς. Μετά λοιπόν τη σχετική οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Ελλάδας με την Ιταλία και Αίγυπτο (με επώδυνες παραχωρήσεις της Ελλάδας και έναντι της Ιταλίας, όπως π.χ. και μεταξύ άλλων την παραχώρηση δικαιωμάτων αλιείας της περίφημης κόκκινης γαρίδας του Ιονίου πελάγους εντός της ελληνικής ΑΟΖ για την Ιταλία) εκκρεμεί η σχετική οριοθέτηση με τη Λιβύη. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν απειλείται η νομιμότητα των παραχωρηθέντων οικοπέδων.

Η ΙΘΑΚΗ του κου Τσίπρα

Αέναο ταξίδι προς την Ιθάκη ΣΟΥ (υπαρξιακό), έχοντας ξεκινήσει με υπηκόους στρατιώτες ΣΟΥ που στην πορεία εξολοθρεύθηκαν (πολιτικό): 1) δεν είναι αέναο, αφού φτάνεις στην Ιθάκη, 2) η υπαρξιακή ... συνιστώσα αφορά την μόνη τάξη που έχει σημασία για τον ποιητή; Των ευγενών ηρώων;
καλά όλα τα υπόλοιπα μετά το ... κοιμισμένος αφημένος στα παράλια της #Ιθακης (να βάλει την χορδή στο τόξο, να περάσει το βέλος από κρίκους 12 τσεκουριών να νικήσει μνηστήρες (εκτός αν είναι μνηστήρες για την ... αρχηγία του ... κόμματος) δεν έχουν αυτονόητα εφαρμογή.

Τραγικό γεγονός η κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων από εκδοτική εταιρία που εκδίδει αυτοβιογραφικό βιβλίο πρώην Πρωθυπουργού εναντίον εφημερίδας, επειδή σε στήλες της ασκούσαν κριτική στο βιβλίο

Τραγικό γεγονός η κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων από εκδοτική εταιρία που εκδίδει αυτοβιογραφικό βιβλίο πρώην Πρωθυπουργού εναντίον εφημερίδας, επειδή σε στήλες της ασκούσαν κριτική στο βιβλίο με πρόσχημα και αναφορά σε κομμάτι προδημοσίευσης ενός (του μικρότερου κατά δήλωση του πρώην Πρωθυπουργού) κεφαλαίου του. Βιβλίο πρώην Πρωθυπουργού αποτελεί αυτονόητα, εκτός από πνευματική ιδιοκτησία και εμπορική πράξη (έκδοση), πρώτου μεγέθους πολιτική πράξη και πρώτου μεγέθους δημοσιογραφική πηγή. Πολύ περισσότερο που τα απαράδεκτα κατά νομικό ουσιαστικό και πολιτικό περιεχόμενο ασφαλιστικά μέτρα στρέφονται εναντίον εφημερίδας, του Documento, που στήριζε επί σειρά ετών τον ίδιο τον πρώην Πρωθυπουργό και το πολιτικό του κόμμα. Η εφημερίδα στήριζε κόμμα και πρόσωπα τα οποία ανέχονταν, χωρίς ουσιαστική πολιτική και επικοινωνιακή άμυνα, χωρίς ουσιαστικά αντίδραση, επί σειρά ετών, την κατασυκοφάντηση τους από αντίπαλους πολιτικούς μηχανισμούς που ευτέλισαν στα μάτια πολλών πολιτών τόσο τον ιστορικό πολιτικό χώρο όσο και τα πρόσωπα που τον εξέφραζαν, με πολιτικό αποτέλεσμα την συρρίκνωση του πολιτικού χώρου. Περαιτέρω αποτέλεσμα της πολιτικής υποταγής στα επικοινωνιακό αφήγημα των αντιπάλων του ήταν, εκτός της συρρίκνωσης του χώρου, να μείνει η Χώρα χωρίς αντιπολίτευση σε μία κυβέρνηση που έπληξε κατά τον μεθοδικότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, αφήνοντας την κοινωνία ανυπεράσπιστη και τους υποστηρικτές τους κατασυκοφαντημένους για την πολιτική επιλογή της στήριξης τους. Οι πολιτικές ευθύνες δεν αποσείονται με ασφαλιστικά μέτρα. Η δημοκρατία, οι πολίτες και οι δημοσιογράφοι, έχουν κάθε δικαίωμα σε σκληρή κρητική πρώην Πρωθυπουργού και όσων αναφέρει με οιονδήποτε τρόπο, και με αυτοβιογραφικό βιβλίο του που σκοπεύει σε εκφρασμένη πολιτική επαναφορά του ξανά στην άμεση πολιτική δράση.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου