Γράφει ο

Διονύσης Παντής Δικηγόρος

  21η Απριλίου, μία συμμορία επίορκων, μισάνθρωπων και μισελλήνων αξιωματικών, επιβάλλουν την προδοτική εγκληματική εξουσία τους στην Ελλάδα, καταργώντας την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, ματαιώνοντας τις προσδοκίες και τους αγώνες για περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία και Ελευθερίες,  βυθίζοντας την χώρα στο σκοτάδι της προδοσίας, αμορφωσιάς, μισαλλοδοξίας, σκοταδισμού, κακογουστιάς, του φόβου, των απάνθρωπων βασανιστηρίων, του αυταρχισμού, της αστυνομοκρατίας και στρατοκρατίας, της κατάργησης όλων των δικαιωμάτων των πολιτών, της εχθρότητας και βαρβαρότητας έναντι της νεολαίας, των επιστημόνων και των πνευματικών ανθρώπων της Χώρας και άλλων κατηγοριών πολιτών.   

Δεν υπήρχε τίποτε χειρότερο για ένα μισάνθρωπο και μειονεκτικό ον  όπως αυτά που απάρτιζαν την συμμορία των χουντικών από την Δημοκρατία και την Ελευθερία.

Η καταπιεσμένη, διαστρεβλωμένη, αυταρχική και μειονεκτική «προσωπικότητα» τους αγανακτεί και «επαναστατεί» μόνον που διανοείται  ότι οι συμπολίτες τους διεκδικούν να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις υποθέσεις τους και να ζουν τις ζωές τους όπως έχουν αποφασίσει, ότι η νεολαία της χώρας μπορεί να ζει, να ερωτεύεται, να μορφώνεται και να δημιουργεί ελεύθερα, ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δημιουργούν αποδεικνύοντας και πάλι της διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και του υπανθρώπου που μισεί τον άνθρωπο (που εκπροσωπούν)  .

Η μειονεκτική αυτή «προσωπικότητα» προσπαθεί να γεμίσει το εσωτερικό κενό της αξίας που της λείπει από εξωτερικές πηγές. Στην περίπτωση του επίορκου στρατιωτικού που η πατρίδα του εμπιστεύεται την ασφάλεια της, τον εντάσσει στην στρατιωτική ιεραρχία και του παραδίδει τα απαραίτητα στρατιωτικά μέσα για την επίτευξη της, αδύναμος πνευματικά – γνωστικά να κατανοήσει θεσμικά την λειτουργία που επιτελεί,  αντιλαμβάνεται την δύναμη των όπλων που του έχουν εμπιστευτεί και την (επιβεβλημένη) πειθαρχία των υφισταμένων του σαν δική του δύναμη, αυτή που του λείπει, δύναμη που  θρέφει το άρρωστο εγώ του και αποθρασύνει την εγκληματική του ροπή.

Νομίζει ότι όλα μπορεί να τα κάνει καλύτερα από τους «άλλους»: οι πολιτικοί είναι ανίκανοι και διαφθαρμένοι, οι επιστήμονες ανεπαρκείς και  αποπροσανατολισμένοι, οι πολίτες επηρεασμένοι από ιδέες βλαπτικές, οι ανώτεροι τους έχουν απορροφηθεί από το σύστημα, οι κατώτεροι τους είναι τεμπέληδες και αναλώσιμοι, οι νεολαίοι ανήθικοι και αναρχικοί κοκ . Και εννοείται ότι αρχίζει να πιστεύει ότι όλα αυτός μπορεί να τα κάνει καλύτερα όταν του δοθεί η ευκαιρία . . .

Η πραγματικότητα και η αντίληψη της δεν είναι το δυνατό του σημείο (άλλωστε δεν είναι πολλά – αν υπάρχει κανένα – τα δυνατά του σημεία).

Για να ικανοποιήσουν την αρρωστημένη τους από την αντικειμενική και υποκειμενική μειονεξία προσωπικότητα τους δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν, δεν έχουν αναστολές: μπορούν να γίνουν πράκτορες ξένης δύναμης, να υπονομεύσουν τις πολιτικές επιλογές των συμπολιτών τους, να μηχανορραφήσουν, να συνωμοτήσουν, να βασανίσουν συνανθρώπους, συναδέλφους τους ακόμη, που δεν είναι «στη σωστή πλευρά», να προδώσουν την χώρα τους, να αρνηθούν τα δικαιώματα των συμπολιτών τους στην αξιοπρέπεια, στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους, στην ελευθερία της γνώμης τους, στην ελευθερία τους να συναθροίζονται, να οργανώνονται ελεύθερα σε ενώσεις με νομική προσωπικότητα, να συνδικαλίζονται, να απεργούν, να έχουν δικαιώματα στην μόρφωση και στην οικονομική  δραστηριότητα. Μπορούν ακόμη και να αφαιρέσουν την ζωή και να προδώσουν την χώρα τους αφού οι πολίτες και η πολιτεία δεν αναγνωρίζουν το «μεγαλείο» τους και την «αλήθεια» τους  

Άλλωστε δεν γνωρίζουν οι συμπατριώτες τους τι πρέπει  να κάνουν και πως πρέπει να ζουν, τα χαλασμένα κεφάλια των συνωμοτών τα γνωρίζουν όλα, οι υπόλοιποι πρέπει να αναμορφωθούν με βάση τα «πιστεύω» των άρρωστων επίορκων. Βασανισμοί, εκτοπίσεις, τρόμος, θάνατος και πόνος, έγκλημα και προδοσία είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιούν και γνωρίζουν. Χαίρονται όταν ασκούν την άρρωστη εξουσία τους σε ανθρώπους πολύ καλύτερους τους, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα αισθάνονταν τυχεροί μόνον με την γνωριμία τους, ενώ τώρα μπορούν να τους εξευτελίσουν, φοβίσουν, τρομοκρατήσουν, βασανίσουν, ακόμη και φυσικά να τους εξοντώσουν : ποιητές, γλύπτες, μουσικοί, συνθέτες, επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου, ηθοποιοί, πολιτικοί, δικηγόροι, γιατροί, γονείς, φοιτητές που έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους να δημιουργήσουν και εξελιχτούν, ήρωες της αντίστασης και των μετώπων που το έθνος βρέθηκε να δίνει τους αγώνες του, έντιμοι στρατιωτικοί συνάδελφοι τους που τιμούν τον όρκο τους, όλα όσα φθονούν  θέλουν να τα μοιάσουν και μολύνουν .

Γιαυτούς η χώρα είναι άρρωστη και όχι οι ίδιοι. Γιαυτό πρέπει να την θεραπεύσουν, να την βάλλουν στον «γύψο» !!!

Αλλά βέβαια και οι Κύπριοι δεν ξέρουν … Και εδώ αρχίζει, στις 21 Απριλίου 1967, μία ακόμη τραγωδία, η οποία θα ολοκληρωθεί επτά χρόνια μετά …

Η εγκληματική συμμορία των επίορκων ήθελε  να επιβάλλει την εγκληματική εξουσία της και στην Κύπρο, επεκτείνοντας και εκτός των συνόρων την εθνική της μειοδοσία. Το μίσος για τους άλλους, ο φθόνος για οποιονδήποτε άλλον έχει εξουσία που δεν μπορούν να ελέγξουν, τους οδηγεί να απλώσουν τον πόνο και της καταστροφή όπου μπορούν.

Την προδοτική της διάθεση έναντι του έθνους και της Κύπρου οι επίορκοι συνταγματάρχες την δείχνουν αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής χούντας, αποσύροντας την Μεραρχία της Κύπρου από το νησί. Με τον τρόπο αυτό συμμορφώνονται αμέσως και απόλυτα με τις ξένες δυνάμεις που επιβουλεύονται την Ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, λύνοντας τους τα χέρια, στους σχεδιασμούς τους για την δημιουργία των προϋποθέσεων της επιτυχούς εισβολής του Αττίλα. Δεν είχαν κανένα ηθικό ενδοιασμό για την σκόπιμη εθνική μειοδοσία, στοιχεία στερούμενα παντελώς ηθικής και πατριωτισμού, τα οποία εάν δεν ζούσαν σε εποχές λιγότερο ταραγμένες και ανώμαλες θα ανήκαν αποκλειστικά στον πραγματικό τους χώρο αυτό του υποκόσμου.

Μέσα από γνωστά και άγνωστα «κανάλια» τοποθετούνται σταδιακά οι κατάλληλοι (υπ)άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις ….

Αποτέλεσμα η καταστροφή της Κύπρου η κατάληψη του 38% του νησιού από τον Αττίλα. Την Εθνική Τιμή έσωσαν οι Ελληνοκύπριοι υπερασπιστές και τα παιδιά (19-20 ετών) της ΕΛΔΥΚ που αφέθηκαν μόνα τους απέναντι στον πάνοπλο και βάρβαρο Αττίλα να γράψουν την λαμπρή σελίδα της αντίστασης των λίγων προδομένων απέναντι στους πολλούς βάρβαρους και πάνοπλους πολλούς και του έπους της ΕΛΔΥΚ. Τους στέρησαν την νίκη, την αξιοπρέπεια, τις τιμές του ήρωα, τους έκρυψαν για να μην φανερωθεί το μέγεθος του δικούς τους εγκλήματος. Μαζί με αυτά τα παιδιά στέρησαν ένα ολόκληρο έθνος από την δυνατότητα τους να αντισταθεί, παλέψει για την αξιοπρέπεια του και την θέση του στον κόσμο, καταδίκασε μία ολόκληρη γενιά στην αποτυχία και την ήττα, σηματοδοτώντας αρνητικά την πορεία της χώρας  

Και όμως μετά από όλο αυτό το μίσος, την προδοσία, την καταστροφή, τον πόνο και το αίμα, τις ζωές που χάθηκαν ή δεν άφησαν οι εχθροί του ανθρώπου να εξελιχθούν και ανθίσουν υπάρχουν και σήμερα θλιβεροί νοσταλγοί. Σιγά σιγά είναι η αλήθεια, ξεπρόβαλλαν φοβισμένα τα χαλασμένα κεφάλια τους, μέχρι που άρχισαν να παίρνουν θάρρος ζώντας επιτέλους  στο αγαπημένο τους περιβάλλον της καταστροφής ζωών και ονείρων τα δύσκολα χρόνια των μνημονίων και της οικονομικής καταστροφής. Σαν έτοιμοι από καιρό, βγήκαν από τις σκοτεινές τους τρύπες και άρχισαν πάλι να κατηγορούν, να διαβρώνουν, να επιτίθενται στην Δημοκρατία, τις Ελευθερίες,  τα δικαιώματα. Θέλουν να αποτελειώσουν την «δουλειά» των ινδαλμάτων τους. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα ανάλογα με την περίσταση είτε να επαίρονται για το φιλοχουντικό παρελθόν τους είτε να προσπαθούν ξεδιάντροπα να το «αποκρύψουν». Εκμεταλλεύονται τον σωρευμένο θυμό, την αδυναμία των πολιτών  να ψάξουν τις αιτίες που οδήγησαν στην κρίση, είναι πάλι το ίδιο έτοιμοι, στο όνομα της εξουσίας, να καταστρέψουν, διαβάλλουν, αποκρύψουν, «δικαιολογήσουν». Είναι το ίδιο πρόχειροι να υποστηρίξουν την ξένη οικονομική επιβολή, να δουν την οικονομική καταστροφή, την οικονομική πτώχευση ως ευκαιρία για να εκφράσουν το μίσος τους απέναντι στην κοινωνία. Συντάσσονται εύκολα (αυτόματα και πρόθυμα) με τις εξωτερικές πιέσεις, χαίρονται, τις υπηρετούν γιατί έτσι εξυπηρετούν το μισάνθρωπο και αντικοινωνικό τους πολιτικό σχέδιο.

Η προσπάθεια που κάνουν να αποδημήσουν και ανασκευάσουν την απέχθεια των Ελλήνων έναντι της Χούντας και των πρωταγωνιστών της, τον αντιδικτατορικό αγώνα, την Κυπριακή Προδοσία, εξυπηρετεί την αναβίωση του ίδιου πολιτικού σχεδίου που τώρα θέλουν να το πραγματοποιήσουν με άλλα μέσα (όχι με στρατιωτική επιβολή): εξευτελίζοντας, εξαπατώντας, διαδίδοντας το μίσος και τον φθόνο, λοιδορώντας, αποκρύπτοντας και λογοκρίνοντας την άποψη, καθιστώντας αδύνατο να υπερασπίσει η κοινωνία τα δικαιώματα της, αποστερώντας τα μέσα βιοσυντήρησης, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για την δυνατότητα να παλέψει κάποιος για να φτιάξει το μέλλον του και αυτό της πατρίδας του.   

Είναι πάλι ανάγκη σήμερα, οι δημοκρατικοί πολίτες, ανεξάρτητα του πολιτικού χώρου που υποστηρίζουν, να απομονώσουν τους περιθωριακούς και αντικοινωνικούς αυτούς τύπους, που προσπαθούν, εκμεταλλευόμενοι την Δημοκρατία, την κρίση θεσμών και την οικονομική κρίση, αποτρέποντας τους από το να ξανα-επιβάλουν τα  «επιτεύγματα» των πολιτικών τους ινδαλμάτων, αναφορών και προτιμήσεων που βρίσκουν στους πρωτεργάτες της  χούντα των συνταγματαρχών.    

Αθήνα, 21 Απριλίου 2020,

Διονύσης Παντής

Δικηγόρος