Κοιτάξτε αυτό !

Αυτός ο έφηβος ο καθηγητής John J. Mearsheimer !

Στρατιωτική Δικαιοσύνη μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Με το βλέμμα στο μέλλον ή όπισθεν ολοταχώς;


Στρατιωτική Δικαιοσύνη μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Με το βλέμμα στο μέλλον ή όπισθεν ολοταχώς; Με το από 25-11-2019 ψήφισμα της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής, αναθεωρήθηκε και η διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5, η οποία διαμορφώθηκε ως εξής: «Τα στρατιωτικά δικαστήρια του στοιχείου α` της προηγούμενης παραγράφου (δηλαδή, τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία) συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών τακτικών δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος και εξομοιώνονται ως προς όλα με τους τακτικούς δικαστές. Νόμος ορίζει τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος Ενόπλων Δυνάμεων με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς, τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος αυτού, των πειθαρχικών συμβουλίων του και τα της επιθεώρησης … Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο». Με τη διάταξη αυτή ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να θωρακίσει τους δικαστικούς λειτουργούς των Ενόπλων Δυνάμεων με όλες τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας με τις οποίες περιβάλλονται οι δικαστές των λοιπών τακτικών δικαστηρίων θεραπεύοντας μία θεμελιώδη θεσμική παράλειψη. Πλέον η διάταξη αυτή είναι - επί τέλους - σύμφωνη με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (εξουσιών), που συνιστά θεμελιώδη λίθο της δημοκρατικής αρχής. Κατά συνέπεια, οι δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης φέρουν πλέον (εν αντιθέσει με την προγενέστερη συνταγματική ρύθμιση), μόνο την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού και όχι την διττή ιδιότητα, δηλαδή ταυτοχρόνως αυτή του δικαστικού λειτουργού μέλους του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων και του στρατιωτικού που τελεί σε ειδική εξουσιαστική σχέση με το κράτος. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη, τη ρύθμιση των ζητημάτων των σχετικών με την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων και του χρόνου έναρξης της ισχύος τους. Έτσι πχ επτά μήνες μετά την αναθεώρηση, ο κος Υπουργός Εθνικής Άμυνας, με τροπολογία ανέστειλε για ένα έτος την εφαρμογή του άρθρου 63 του Κώδικα του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων το οποίο ρυθμίζει την αποχώρηση από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας. Δικαιολογητική βάση της τροπολογίας ήταν ότι μετά την αναθεώρηση: «δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ο Ν. 2304/1995, ως αντίθετος στο Σύνταγμα» και «η αναγκαιότητα προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, ώστε να δοθεί χρόνος για την έκδοση του νόμου που προβλέπει το Σύνταγμα, ο οποίος θα ρυθμίζει συνολικά όλα τα ζητήματα που άπτονται του περιεχομένου της αναθεωρηθείσας συνταγματικής πρόβλεψης». Περαιτέρω ο κος Υπουργός Εθνικής Άμυνας στην Βουλή δεσμεύτηκε να προχωρήσει σύντομα στην έκδοση του αναγκαίου εκτελεστικού νόμου, τονίζοντας ότι: «προτεραιότητα της σχεδιαζόμενης νομοθετικής ρύθμισης είναι η κατάργηση διατάξεων που υποδηλώνουν κάποιας μορφής στρατιωτική ιδιότητα για τους στρατιωτικούς δικαστές, που πλέον εξομοιώνονται με τους τακτικούς». Ανέφερε, επίσης, ότι «πρέπει να προσαρμοστεί πληθώρα διατάξεων του Κώδικα Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων σε προβλέψεις του Συντάγματος που ισχύουν για τους τακτικούς δικαστές». Μεταξύ των ζητημάτων που, σύμφωνα με τον κο Υπουργό, πρέπει να ρυθμιστούν είναι: το ζήτημα της θωράκισης της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων, ο καθορισμός των ορίων αποχώρησης από την υπηρεσία, η θητεία του Προέδρου και του Εισαγγελέα, σε συμφωνία με το Σύνταγμα και τα ζητήματα των επιλογών του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των Αντιπροέδρων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που πλέον θα προκύπτουν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση του υπουργού Εθνικής Άμυνας, και όχι με απόφαση του ΚΥΣΕΑ. Μετά την αναθεώρηση ανακύπτουν ζητήματα συνταγματικής και συνεπώς καίριας θεσμικής σημασίας τα οποία βέβαια υπήρχαν και πριν, απλά η συνταγματική αναθεώρηση πλέον καθιστά επιτακτική την αντιμετώπιση τους και δείχνει το δρόμο της επίλυσης τους. Ειδικότερα: α) Δεν είναι ανεκτή πλέον υπό το ισχύον Σύνταγμα η εκλογή της Ηγεσίας του Σώματος των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων (όπως άλλωστε της Ηγεσίας κανενός δικαστικού σώματος) από το ΚΥΣΕΑ, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και με τη συμμετοχή του Α/ΓΕΕΘΑ. Σε αντίθετη περίπτωση καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καταρρακώνεται το κύρος και ο θεσμικός ρόλος της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης ενώ καθίσταται κενό γράμμα η συνταγματική επιταγή περί προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών και πλήττεται το θεμέλιο μίας εκ των τριών συστατικών λειτουργιών του πολιτεύματος, που αποτελεί μάλιστα τον κύριο πυλώνα του κράτους δικαίου και εγγύηση και θεματοφύλακα των ατομικών ελευθεριών των προσώπων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Πρέπει να εκλείψει η σύνδεση, σχέση ή αντιστοιχία με οποιοδήποτε στρατιωτικό βαθμό ή τίτλο, καθώς και κάθε όφελος ή «προνόμιο» που ενδεχομένως προκύπτει από αυτές τις αντιστοιχίες, καθόσον είναι ασυμβίβαστες με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. β) Ως φυσική συνέπεια των ανωτέρω είναι, κατά την γνώμη μας αναγκαία, η ένταξη του Σώματος της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης στον φυσικό του φορέα, δηλαδή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Είναι αδιανόητη, υπό το ισχύον Σύνταγμα, η ένταξη και λειτουργία των στρατιωτικών δικαστών σε δικαστήρια που θεωρούνται στρατιωτικές Μονάδες και τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Τούτο δημιουργεί πολύ σοβαρά προβλήματα τόσο στο κύρος, την εικόνα και την αντιμετώπιση των δικαστών από τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και πρακτικά προβλήματα λειτουργίας. Περαιτέρω, ανακύπτουν ζητήματα υλικοτεχνικής υποδομής, τα οποία είναι αδύνατο να καλύψει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, παρόλη την καλή του προαίρεση. Λόγου χάριν, είναι αδύνατη η ένταξη της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης στο πρόγραμμα ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης που τείνει στην ολοκλήρωσή του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (π.χ. ηλεκτρονική βάση δεδομένων adjustice, ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση δικογράφων, ψηφιακή υπογραφή δικαστών, τηλεδιασκέψεις, κ.λπ.). Κατά την ένταξη, βέβαια, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να επιδειχθεί ιδιαίτερη μέριμνα για την υπηρεσιακή κατάσταση και ανέλιξη των στρατιωτικών δικαστών, ιδίως δε των παλαιότερων, που έχουν προσφορά δεκαετιών στο Σώμα και διαθέτουν εμπειρία και γνώση. Οι δικαστές αυτοί θα πρέπει αφενός να αντιμετωπιστούν με τη δέουσα προσοχή, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσουν να προσφέρουν στο Σώμα από τις κατάλληλες θέσεις, αφετέρου όμως με τρόπο που δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα στην ήδη υπάρχουσα επετηρίδα των λοιπών ποινικών δικαστών, στους κόλπους των οποίων θα πρέπει να ενταχθούν αρμονικά, αφού αυτονόητα ληφθούν υπόψη και οι γνώμες και οι απόψεις των Ενώσεων Δικαστών και Εισαγγελέων και των δικαστών της τακτικής δικαιοσύνης. γ) Είναι επιτακτική ανάγκη η μεταρρύθμιση του Κώδικα του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου θα ρυθμίζονται με τρόπο ενιαίο με τους αντίστοιχους κώδικες των λοιπών τακτικών δικαστών τα ζητήματα τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών τους, με σκοπό την ουσιαστική αναβάθμιση του κύρους του Σώματος (ενδεικτικά θέματα: υπαγωγή των στρατιωτικών στην επιθεώρηση του Αρείου Πάγου, υπαγωγή των στρατιωτικών δικαστών στη δωσιδικία των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για τους λοιπούς δικαστές, κ.λπ). δ) για να λάβουν χώρα και τα ανωτέρω, θεωρείται, κατά τη γνώμη μας προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ (condition sine qua non) η επιλογή των υποψηφίων του Σώματος στο μέλλον μέσω των εξετάσεων που διενεργούνται από την Εθνική Σχολή Δικαστών και η φοίτηση των επιτυχόντων σε αυτή. Έτσι, θα παρέχονται εχέγγυα εισαγωγής των δικαστών στο Σώμα με ένα αδιάβλητο, δοκιμασμένο και απαιτητικό σύστημα, ενώ παράλληλα η φοίτησή τους στην ΕΣΔΙ θα εγγυάται την καλύτερη δυνατή προετοιμασία για την άσκηση των καθηκόντων τους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ίσως απαιτείται διαχωρισμός κλάδων (εισαγγελείς – δικαστές) κατά το πρότυπο λειτουργίας των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, καθώς και επέκταση των αρμοδιοτήτων του Σώματος, ώστε αυτό να αποκτήσει πλήρη λειτουργική υπόσταση, συμπληρωματική του ρόλου εν γένει της ποινικής δικαιοσύνης, ξεπερνώντας με αυτόν τον τρόπο την περιθωριοποίηση στην οποία είχε περιέλθει με το προϊσχύσαν καθεστώς. Είναι σαφές κατά τα ανωτέρω ότι προκύπτουν ζητήματα ύψιστης συνταγματικής σημασίας: δικαστικής προστασίας, λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας δικαστικών λειτουργών, δικαιώματος δίκαιης δίκης και φυσικού δικαστή κλπ. Για την επιτυχή προώθηση όλων των παραπάνω απαιτείται συστηματική εργασία και συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, με γνώμονα πάντοτε την εμβάθυνση του κράτους δικαίου και την ολοκλήρωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας κατά τα οριζόμενα στο Σύνταγμα αλλά και τις αναγνωρισμένες αρχές που διέπουν την Δικαιοσύνη ιδίως στον Ευρωπαϊκό χώρο. Διονύσης Παντής, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου